σκόπευση

σκόπευση
Το σύνολο των πράξεων, με τις οποίες ρυθμίζεται ένα πυροβόλο όπλο ή άλλο όργανο εκτόξευσης, ώστε η τροχιά του βλήματος ή του βέλους να φτάνει στο στόχο. Η σ. από θέση εδάφους μπορεί να είναι άμεση, όταν ο στόχος είναι ορατός, και έμμεση όταν δεν είναι. Στα φορητά όπλα η σ. είναι πάντα άμεση. Στο πυροβολικό η σκόπευση είναι πάντα άμεση στην αντιαεροπορική και αντιαρματική βολή, ενώ στη βολή εδάφους μπορεί να είναι και έμμεση. Ιδιαίτερες δυσκολίες παρουσιάζει η σ. των ναυτικών πυροβόλων, εξαιτίας της άτακτης μετατόπισης των πυροβόλων από τη θαλασσοταραχή. Η σ. από αεροπλάνο είναι διαφορετική αν το όπλο είναι ενσωματωμένο στο αεροσκάφος ή κινητό. Οι μεγάλες ταχύτητες των νεότερων αεροπλάνων έκαναν αναγκαία την αυτόματη σ., η οποία γίνεται με ειδικό όργανο, που διακρίνει το στόχο και τον παρακολουθεί συνεχώς. Η σκόπευση με όπλα είναι και άθλημα, αν και πολλές φορές γίνεται και για ψυχαγωγία. Εδώ, σκόπευση σε αθλητική λέσχη της Ρώμης. Η σκόπευση με τόξο ήταν πολύ του συρμού στη Μεγάλη Βρετανία του 18ου και 19ου αιώνα και τη θεωρούσαν καθαρά γυναικείο άθλημα. Η χαλκογραφία είναι του 1845. Σκόπευση από την αθλήτρια Άγη Κασούμη στους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ (2000) (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η / σκόπευσις, -εύσεως, ΝΑ [σκοπεύω]
νεοελλ.
1. κατεύθυνση τής βολής σε έναν στόχο, σημάδεμα
2. διόπτευση ενός σημείου με όπλο ή με οπτικό όργανο
3. στρ. διαδικασία που συνίσταται στην πρόσδοση σε κάννη πυροβόλου όπλου τής επιθυμητής διεύθυνσης και ύψωσης, ώστε το βλήμα του να πλήξει τον στόχο
4. (τοπογρ.-φωτογρ.) κατεύθυνση τού οπτικού άξονα τής διόπτρας ή τής εικονοληπτικής συσκευής προς τον στόχο
5. φρ. α) «σκόπευση κατά διεύθυνση» ή «σκόπευση κατ' αζιμούθιο»
στρ. η πρόσδοση στην κάννη πυροβόλου όπλου τής επιθυμητής διεύθυνσης ώστε το βλήμα του να κατευθυνθεί προς τον στόχο
β) «σκόπευση καθ' ύψος»
στρ. η πρόσδοση στην κάννη πυροβόλου όπλου τής επιθυμητής ύψωσης ώστε το βλήμα του να φθάσει στον στόχο
γ) «άμεση σκόπευση»
στρ. σκόπευση προς έναν στόχο ορατό
δ) «έμμεση σκόπευση»
στρ. σκόπευση προς μη ορατό στόχο
αρχ.
προσεκτική παρατήρηση, κατόπτευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκόπευση — η κατεύθυνση της βολής προς κάποιο στόχο, σημάδεμα: Τα σύγχρονα όπλα έχουν τέλεια όργανα σκόπευσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκοπευτικός — ή, ό, / σκοπευτικός, ή, όν, ΝΑ [σκοπευτής] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκόπευση 2. φρ. α) «σκοπευτικά μηχανήματα» στρ. όργανα σχετικώς πολύπλοκα, προσαρμοσμένα στους κιλλίβαντες τών πυροβόλων, με τα οποία πραγματοποιείται η κατά… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • κιλλίβαντας — Μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει στη στήριξη των πυροβόλων, καθιστώντας δυνατή τη μεταφορά και τον χειρισμό τους και διευκολύνοντας τη σκόπευση. Οι σύγχρονοι κ. του πυροβολικού (είτε κινητού τύπου είτε σταθεροί) διαθέτουν όργανα… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… …   Dictionary of Greek

  • ελαφηβολία — ἐλαφηβολία και ἐλαφηβολίη, η (Α) σκόπευση, κυνήγι ελαφιού …   Dictionary of Greek

  • εμπροσθοσκόπηση — η σκόπευση που γίνεται με οποιαδήποτε διάταξη και κατευθύνεται από γνωστό σημείο τού εδάφους σε άλλο τού οποίου ζητείται ο προσδιορισμός κατά θέση ή ύψος …   Dictionary of Greek

  • επισήμανση — η (AM ἐπισήμανσις) [επισημαίνω] νεοελλ. 1. σημάδεμα, μαρκάρισμα 2. έντονη και εμφαντική υπόδειξη, τονισμός 3. εκτύπωση σε γραμματόσημο ή ένσημο νέας αξίας ή άλλης ένδειξης 4. ναυτ. η τοποθέτηση σημάτων σε επικίνδυνα για τους ναυτιλλομένους σημεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”